14.1.14

Ένα Πείραμα που Πήγε Στραβά: Μία Διαφορετική Άποψη για τον Πολιτισμό (Μέρος B)


Στην ακριβώς προηγουμένη ανάρτηση, διαπιστώσαμε ότι, παρά την γενικευμένη αντίληψη, η υιοθέτηση της γεωργίας όχι μόνο δεν βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσής μας, αλλά συνέβη μάλλον το αντίθετο: η ζωή μας χειροτέρεψε τόσο από άποψη ποιότητος όσο και ποσότητος των διαθεσίμων πόρων. Αυτό φαίνεται, πρωτίστως, από την υποβάθμιση της υγείας μας, αλλά και από μία πληθώρα άλλων συνεπειών που επέφερε η έλευση της γεωργίας στην ζωή μας.  


Σήμερα, θα μελετήσουμε διεξοδικότερα τις συνέπειες αυτές, τις οποίεςενδεχομένως να θεωρούμε λίγο-πολύ σύμφυτες με τον Πολιτισμό ή και με την ίδια την ανθρώπινη φύση μας και θα δείξουμε ότι, στην πραγματικότητα, αποτελούν στρεβλώσεις και όχι φυσική εξέλιξη της πορείας του είδους μας. Η εργασία, το χρήμα, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, η περιθωριοποίηση των γυναικών, ο καταναγκασμός της κρατικής εξουσίας, ως και ο ίδιος ο θεσμός του κράτους, όλα όσα συναποτελούν τις δομές στις οποίες στηρίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός, έχουν την ρίζα τους στην έλευση της γεωργίας.  



Ας τα δούμε, όμως, αναλυτικότερα:




Ελευθερία και Ελεύθερος Χρόνος


«Οι ήμεροι, οι εξημερωμένοι, τείνουν να μονοπωλούν την λέξη ελευθερία· θα ήθελαν να ίσχυε για την δική τους κατάσταση. Τους ελεύθερους χαρακτηρίζουν με τη λέξη «αγρίους». Αλλά πρόκειται για ακόμη ένα κοινό μυστικό ότι οι ήμεροι, οι εξημερωμένοι, περιστασιακά γίνονται άγριοι, αλλά δεν είναι ποτέ ελεύθεροι όσο παραμένουν στα κλουβιά τους»

 -Fredy Perlman, Against His-story, Against Leviathan! (1983) 


Είναι κοινή η αντίληψη ότι μετάβαση από την ζωή του κυνηγού - τροφοσυλλέκτη σε αυτήν του καλλιεργητή της γης απελευθέρωσε εργατοώρες και μας χάρισε ελεύθερο χρόνο, ίδιως με την πρόοδο της τεχνολογίας και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής. Για να καταλάβουμε πόσο λανθασμένη είναι αυτή η εντύπωση, αρκεί να ρίξουμε μία ματιά στις εναπομείνασες κοινωνίες κυνηγών - τροφοσυλλεκτών.

Σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που εξακολουθούν να ζουν όπως οι (όχι και τόσο μακρινοί) πρόγονοί μας είναι εξαιρετικά μικρός και οι φυλές τους βρίσκονται διασκορπισμένες ανά την υφήλιο. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελούν οι !Kung, οι λεγόμενοι “Bushmen”, της ερήμου Καλαχάρι στην Νότιο Αφρική. Η εν λόγω φυλή τυγχάνει από τους διεξοδικότερα μελετημένους πληθυσμούς κυνηγών – τροφοσυλλεκτών στον κόσμο. 


Πώς να μοιάζει άραγε η ζωή αυτών των αγρίων; Επικίνδυνη; Δύσκολη; Βάρβαρη; Κοπιώδης; Πληκτική; Μονότονη; Στατική;

Θα εκπλαγείτε ίσως αν μάθετε ότι διαθέτουν άπλετο ελεύθερο χρόνο. Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζεται ο γνωστός ανθρωπολόγος, οικολόγος, εξελικτικός βιολόγος και πανεπιστημιακός Jared M. Diamond στο σύγγραμμά του με τίτλο «The Worst Mistake in the History of the Human Race»οι ιθαγενείς κοιμούνται περισσότερο και εργάζονται σαφώς λιγότερο από εσένα κι εμένα. Κατά μέσον όρο, μια ομάδα της φυλής των Bushmen δαπανά 12 με 19 ώρες την εβδομάδα στην ανεύρεση τροφής. Η νομαδική φυλή των Χάντζα στην Τανζανία αφιερώνει περί τις 14 ώρες την εβδομάδα. Αναλογιστείτε τώρα πόσες ώρες καθημερινά δαπανά ο μέσος γεωργός στο χωράφι του ή ο μέσος κτηνοτρόφος στο κοπάδι του. Ή ο μέσος γιάπης στο γραφείο του.

Πολύ χαρακτηριστικά, όταν μέλος της φυλής των Bushmen ερωτήθη πώς και δεν είχαν υιοθετήσει, όπως οι γειτονικές φυλές, την καλλιέργεια της γης, απήντησε αφοπλιστικά: «Για ποιον λόγο να [τα] καλλιεργήσουμε, όταν υπάρχουν τόσα καρύδια mongongo στον κόσμο;»

«Δεν καλλιεργούν τίποτα εκτός από τον ίδιο τον εαυτό τους», γράφει σχετικώς ο Fredy Perlman, από τους πρώτους εκπροσώπους της σχολής του πρωτογονισμού. «Έπλασαν τον εαυτό τους όπως οι ίδιοι επιθυμούσαν να είναι. Δεν προσδιορίζονταν από τίποτα εκτός της ίδιας της ύπαρξής τους –ούτε από ξυπνητήρια ούτε από χρέη ούτε από διαταγές από ανωτέρους. Ευωχούντο, γιόρταζαν και έπαιζαν, συνεχώς, με εξαίρεση όταν κοιμούνταν. Μοιράζονταν τα πάντα με τις κοινότητες: φαγητό, εμπειρίες, οράματα, τραγούδια. Βαθειά προσωπική ικανοποίηση, βαθειά εσωτερική χαρά, προερχόταν από την συμμετοχή».

Οι Γιανομάμι του Αμαζονίου, από την άλλη, εκτός από το κυνήγι, την αλιεία και την συλλογή καρπών, ζουν επίσης από την ήπια καλλιέργεια τις γης («subsidence horticulture» ή καλλιέργεια για ιδιοκατανάλωση), καλλιεργώντας μπανάνες, σακχαροκάλαμα, μάνγκο, γλυκοπατάτες, καλαμπόκι κ.α. σε κήπους μέσα στη ζούγκλα, φροντίζοντας παράλληλα να μετακινούνται από καιρού εις καιρόν για να αποφευχθεί η πλήρης απομύζηση των θρεπτικών συστατικών από το έδαφος.

Ακόμη κι έτσι, ο Jacques Lizot, που έζησε με τους Γιανομάμι επί 20 χρόνια, απέδειξε με χρονομετρήσεις ότι η μέση διάρκεια του χρόνου τον οποίο οι ενήλικες αφιερώνουν καθημερινά στην εργασία, όλων των δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένων, μόλις και ξεπερνά τις τρεις ώρες. 



Αξίζει να επισημάνουμε τα λόγια του Γάλλου ανθρωπολόγου και εθνολόγου Pierre Clastres, γνωστού για την εις βάθος μελέτη του πάνω στους ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής, στο πλαίσιο της οποίας ανέπτυξε την περίφημη θεωρία του περί κοινωνιών χωρίς κράτος:

«Αυτό ακριβώς εντυπωσίασε όλους ανεξαιρέτως τους πρώτους Ευρωπαίους που παρατήρησαν τους Ινδιάνους της Βραζιλίας», γράφει. «Μεγάλη ήταν η αποδοκιμασία τους, όταν διαπίστωσαν ότι παλικάρια που έσφυζαν από υγεία προτιμούσαν να στολίζονται σαν γυναίκες με ζωγραφιές και φτερά, αντί να ιδρώνουν δουλεύοντας στους κήπους τους. Επρόκειτο λοιπόν για ανθρώπους που αγνοούσαν ηθελημένα πως πρέπει να κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Αυτό πήγαινε πολύ και δε γινόταν να κρατήσει: έστρωσαν γρήγορα τους Ινδιάνους στη δουλειά κι αυτοί εξοντώθηκαν. Πράγματι, δύο αξιώματα φαίνεται να έχουν ποδηγετήσει την πορεία του δυτικού πολιτισμού, ήδη από τα πρώτα του βήματα: το πρώτο υποστηρίζει ότι η αληθινή κοινωνία αναπτύσσεται στην προστατευτική σκιά του κράτους, το δεύτερο διατυπώνει μια κατηγορηματική προσταγή: ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει.»

Και συνεχίζει, εξ ίσου γλαφυρά: 
«Είναι γεγονός ότι οι Ινδιάνοι αφιέρωναν λίγο χρόνο σ’ αυτό που αποκαλείται εργασία. Και όμως, δεν πέθαιναν από την πείνα. Τα χρονικά της εποχής ομόφωνα περιγράφουν το ωραίο παρουσιαστικό των ενηλίκων, την καλή υγεία των πολυάριθμων παιδιών, την αφθονία και ποικιλία των πηγών διατροφής. [...] Ας πάρουμε την περίπτωση των Νοτιαμερικανών γεωργών, των Τουπί-Γκουαρανί λόγου χάρη, που η οκνηρία τους εκνεύριζε τους Γάλλους και Πορτογάλους. Η οικονομική τους ζωή βασιζόταν κυρίως στη γεωργία και δευτερευόντως στο κυνήγι, την αλιεία και την τροφοσυλλογή. Χρησιμοποιούσαν τον ίδιο κήπο τέσσερα έως έξι χρόνια συνέχεια. Μετά τον εγκατέλειπαν, είτε επειδή το έδαφος είχε εξαντληθεί είτε επειδή, όπως ήταν και το πιθανότερο, ο χώρος είχε κατακλυσθεί από παρασιτική βλάστηση που δύσκολα μπορούσε να εξαλειφθεί. Το βασικό μέρος της δουλειάς το διεκπεραίωναν οι άνδρες, ξεχερσώνοντας με τον λίθινο πέλεκυ και τη φωτιά την αναγκαία επιφάνεια. Το έργο αυτό πραγματοποιείτο στο τέλος της εποχής των βροχών και ενεργοποιούσε τους άνδρες για ένα-δύο μήνες. Όλα σχεδόν τα υπόλοιπα στάδια της γεωργικής διαδικασίας -φύτεμα, σκάλισμα, συγκομιδή- τα αναλάμβαναν, σύμφωνα με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, οι γυναίκες. Προκύπτει λοιπόν το εξής χαρούμενο συμπέρασμα: οι άνδρες, το μισό δηλαδή του πληθυσμού, δούλευαν περίπου δύο μήνες κάθε τέσσερα χρόνια! Όσο για τον υπόλοιπο καιρό, τον αφιέρωναν σε ασχολίες που βιώνονται όχι σαν κόπος αλλά σαν ευχαρίστηση: κυνήγι και ψάρεμα, γιορτές και οινοποσίες, ικανοποίηση, τέλος, της παθιασμένης τους αγάπης για τον πόλεμο.» 
Αναφερόμενος, εν συνεχεία στους Γκουαγιακί, νομάδες κυνηγούς τους δάσους της Παραγουάης, ο Clastres επισημαίνει ότι:
«άνδρες και γυναίκες περνούσαν τουλάχιστον τη μισή τους μέρα σε πλήρη σχεδόν αργία, αφού κυνήγι και τροφοσυλλογή διεξάγονταν ανάμεσα στις έξι και τις έντεκα το πρωί περίπου, και όχι κάθε μέρα».


Καταλήγει συμπεραίνοντας:
«Όχι μόνο ο άνθρωπος των πρωτόγονων κοινωνιών δεν είναι καθόλου αναγκασμένος να ζει σαν ζώο, σε διαρκή δηλαδή αναζήτηση για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αλλά το αποτέλεσμα αυτό το πετυχαίνει -και με το παραπάνω- θυσιάζοντας έναν αξιοσημείωτα μικρό χρόνο δραστηριοποίησης».
Οι έρευνες καταδεικνύουν, λοιπόν, ότι είτε πρόκειται για νομάδες-κυνηγούς της ερήμου Καλαχάρι είτε για μόνιμα εγκατεστημένους Ινδιάνους γεωργούς, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια μέση κατανομή του καθημερινού εργασιακού χρόνου μικρότερη από τέσσερις ώρες την ημέρα. Για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του ίδιου του Clastres, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι «κοινωνίες του ελεύθερου χρόνου, κοινωνίες της αφθονίας». Στην ουσία, δεν πρόκειται καν για εργασία κατά κυριολεξίαν, αφού ο άνθρωπος παράγει για τον εαυτό του και όχι για τους άλλους, ακόμη δε κι αν το προϊόν της εργασίας του το χρησιμοποιήσουν και άλλοι, αυτό γίνεται πάντοτε υπό όρους αμοιβαιότητος και ανταλλαγής. Σε αυτό ακριβώς το στοιχείο της αμοιβαιότητος εντοπίζεται η διαφορά ανάμεσα στον άγριο του Αμαζονίου και τον Ινδιάνο της αυτοκρατορίας των Ίνκας: 
«ο πρώτος παράγει για να ζήσει, ενώ ο δεύτερος εργάζεται και για να ζήσουν οι άλλοι, εκείνοι που δεν εργάζονται, οι αφέντες που του λένε: πρέπει να πληρώσεις ό,τι μας οφείλεις, πρέπει αιώνια να εξοφλείς το χρέος σου απέναντί μας».




Πολιτική Εξουσία και Κοινωνική Ισότητα


Σύμφωνα με την έως και σήμερα κρατούσα αντίληψη, η ύπαρξη μίας συντεταγμένης πολιτείας με ισχυρή κεντρική ηγεσία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την κοινωνική ειρήνη και την εξομάλυνση των φυσικών ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνών. Ο Νόμος, μας δίδασκαν στο πρώτο έτος της Νομικής, δημιουργήθηκε ακριβώς για να χαλιναγωγήσει τα υποτιθέμενα «ζωώδη» ένστικτά μας και να μας σώσει από την αναρχία και την βαρβαρότητα. Το επιχείρημα αυτό ευσταθεί μεν, αλλά μόνο εάν το εντάξουμε στο στενό χρονικό πλαίσιο των τελευταίων 5.000 ετών. Αυτοκρατορίες, ολιγαρχίες, τυραννίες, φέουδα, απολυταρχικά καθεστώτα, εθνικά κράτη, όλες οι συγκεντρωτικές μορφές διακυβέρνησης έκαναν την εμφάνισή τους τα τελευταία 5.000 χρόνια, "όλως συμπτωματικά" αφ' ότου η γεωργία εγκαθιδρύθηκε ως μοντέλο εξασφάλισης της τροφής.

Στον αντίποδα, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι αναρχικές με την κυριολεκτική σημασία του όρου: δεν υπάγονται σε κάποιον κρατικό σχηματισμό, δεν διχάζονται σε εξουσιαστές και εξουσιαζομένους, δεν διαρθρώνονται ιεραρχικώς. Ακόμη και όταν υπάρχει ηγεσία δεν έχει καμία καταναγκαστική εξουσία πάνω στους ανθρώπους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, θα συναντήσουμε έναν πρώτο μεταξύ ίσων φύλαρχο, ο οποίος χαίρει του σεβασμού που επιφυλάσσει η φυλή στους πρεσβυτέρους και λειτουργεί περισσότερο ως η φωνή της λογικής μεταξύ των μελών της φυλής, πχ. διαιτητεύων στις όποιες συγκρούσεις ενδέχεται να ανακύψουν ανάμεσα σε άτομα, οικογένειες, γενεαλογικές γραμμές κ.λπ., με μόνο όπλο την πειθώ και το όποιο γόητρό του. 

Αποκαλυπτική είναι η απάντηση που επεφύλαξε ο μεγάλος κάσικος Αλαϊκίν, πολέμαρχος μιας φυλής Αμπιπόνων του Τσάκο της Αργεντινής, όταν κάποιος Ισπανός αξιωματικός επιχείρησε να τον πείσει να σύρει τη φυλή του σε έναν πόλεμο που η ίδια δεν επιθυμούσε: 
«Οι Αμπιπόνοι, από μια συνήθεια πατροπαράδοτη, κάνουν τα πάντα όπως αρέσει σ’ αυτούς και όχι όπως αρέσει στον κάσικό τους. Εγώ τους διευθύνω, μα δεν θα μπορούσα να βλάψω κανέναν απ’ τους δικούς μου δίχως να βλάψω εμένα τον ίδιο. Αν χρησιμοποιούσα διαταγές ή βία προς τους συντρόφους μου, αμέσως θα μου γυρνούσαν την πλάτη. Προτιμώ να με αγαπάνε και όχι να με φοβούνται».
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των πρωτογόνων κοινωνικών μορφωμάτων είναι και η παντελής απουσία ατομικής ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, του διπόλου πλούτου – φτώχειας. Είτε όλοι απολαμβάνουν την αφθονία είτε όλοι υποφέρουν την στέρηση. Όπως επισημαίνει η ανθρωπολόγος Lora Marshall, η οποία έζησε επί σειρά ετών με τους ιθαγενείς !Kung της ερήμου Καλαχάρι, 
«Αν υπάρχει πείνα, την μοιράζονται όλοι. Δεν υπάρχουν ατομικά έχειν και μη έχειν». 
Η ισότητα επεκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Τυπικά, οι άνδρες έχουν τον ρόλο του κυνηγού, ενώ οι γυναίκες συλλέγουν καρπούς, βλαστούς και ρίζες  καθώς και νερό (καλύπτοντας το 80% των καθημερινών αναγκών της φυλής), ωστόσο ο καταμερισμός αυτός δεν είναι αυστηρός και όλοι κάνουν οποιαδήποτε εργασία χρειαστεί. Οι γυναίκες γεννούν μόνες τους μακριά από τον καταυλισμό, χωρίς επιπλοκές πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ενώ η χρονική απόσταση μεταξύ των τοκετών είναι 3- 5 χρόνια. Τα παιδιά θηλάζουν κατ’ ανάγκην μέχρι την επομένη εγκυμοσύνη της μητέρας τους, αφού δεν υπάρχουν βρεφικές τροφές. 

Η έγνοια για την ευημερία ολόκληρης της φυλής διατρέχει την κουλτούρα τους σε κάθε της επιμέρους έκφανση. Το φαγητό κατανέμεται σε όλους εξ ίσου και, σε περίπτωση που υπάρχει περίσσεια πχ. κρέατος, το μοιράζονται με τις γειτονικές φυλές. Η συντροφικότητα μεταξύ των μελών της φυλής χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές του κοινωνικού βίου.
Οι γυναίκες, για παράδειγμα, βοηθούν η μία την άλλη στην ανατροφή των παιδιών, το ίδιο και τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά καθώς και οι ηλικιωμένοι (το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «collective mothering» και απαντάται κατά κόρον στις κοινωνίες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών). Οι σεξουαλικές «περιπτύξεις» μεταξύ των παιδιών και των δύο φύλων δεν θεωρούνται τίποτε περισσότερο από παιχνίδι. Το διαζύγιο επιτρέπεται οποτεδήποτε μετά τον γάμο, ενώ η απιστία, παρ’ ότι γενικώς μη αποδεκτή, δεν είναι κάτι το ηθικώς επιλήψιμο.  

Ανεξαρτήτως των όποιων επιμέρους διαφορών από κοινωνία σε κοινωνία, διαφορών που εν πολλοίς οφείλονται στην κουλτούρα, την ιστορική διαδρομή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες εκάστης, οι !Kung και οι Γιανομάμι δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά μάλλον τον κανόνα στις κοινωνίες των κυνηγών – τροφοσυλλεκτών. Η μελέτη των κοινωνιών αυτών, σε συνδυασμό με τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις αφηγήσεις περιηγητών και ιεραποστόλων ανά τον κόσμο, επιτρέπουν στους ερευνητές να εξάγουν αρκετά ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορά την πολιτική και κοινωνική οργάνωση των πρωτόγονων ανθρώπων.

«Η πρωτόγονη κοινωνία», τονίζει ο Clastres, είναι «φύσει εξισωτική». Και εξηγεί: 
«Δεν υπάρχει τίποτε στην οικονομική λειτουργία μιας πρωτόγονης κοινωνίας [...] που να επιτρέπει να εισαχθεί η διαφορά ανάμεσα σε πλουσιότερους και φτωχότερους, διότι κανείς σε μια τέτοια κοινωνία δεν αισθάνεται την αλλόκοτη επιθυμία να κάνει περισσότερα, να κατέχει περισσότερα, να φαίνεται περισσότερο από τον διπλανό του. Διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες και η ικανότητα αυτή, μαζί με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών που εμποδίζει μόνιμα την ιδιωτική συσσώρευση αγαθών, απλούστατα καθιστούν αδύνατη την εκκόλαψη μιας [...] επιθυμίας κατοχής, η οποία στην πραγματικότητα είναι επιθυμία εξουσίας. Η πρωτόγονη κοινωνία, η πρώτη κοινωνία της αφθονίας, δεν αφήνει καμιά θέση για την επιθυμία της υπεραφθονίας.» 

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προχωρήσουμε σε συγκρίσεις με αυτό που ζούμε τις τελευταίες χιλιάδες χρόνων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα υπήρξαν «επινόηση» του δευτέρου μισού του 20ου αι. και πως ουδόλως ήταν αυτονόητα ή μας χαρίστηκαν, αλλά κερδήθηκαν με αιματηρούς αγώνες και πολλή μελάνη. Από την άλλη, κατασκευή του 20ου αι. αποτελεί και το δημοκρατικό πολίτευμα, αν εξαιρέσουμε ίσως την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Καλό είναι να θυμόμαστε πάντως ότι η περιλάλητη Αθηναϊκή Δημοκρατία στηριζόταν στην χειρωνακτική εργασία δούλων, την φοροδοτική ικανότητα των μετοίκων και στις (αναγκαστικές από ένα σημείο κι έπειτα) εισφορές των πόλεων της συμμαχίας της Δήλου, ενώ παράλληλα έθετε εκτός της πολιτική ζωής το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία, τουλάχιστον με σύγχρονους όρους.



ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΩΝΑΚΙ

Η εποχή που ο άνθρωπος άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπει τις συνήθειες εκατοντάδων χιλιάδων ετών και να αφιερώνεται στην καλλιέργεια της γης σηματοδοτεί και την πρώτη φορά στην ιστορία μας που κάποιοι άνθρωποι φαίνεται να απολαμβάνουν μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος από τους άλλους, που κάποιες κατοικίες είναι μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες, σαφείς ενδείξεις πλούτου - ένδειας και κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό δείχνουν οι 208 τάφοι που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην Κίνα, στην κοιλάδα του ποταμού Γιανγκτσέ, από
περίπου 5.500-6.000 χρόνια οι Τα-σι καλλιέργησαν για πρώτη φορά το ρύζι. Σε αντίθεση με την πλειονότητα εξ αυτών που δεν περιείχαν τίποτα άλλο εκτός από τον νεκρό,  κάποιοι έφεραν πλούσια ταφικά κτερίσματα.

O Manning αποδίδει την εμφάνιση του φαινομένου αυτού στο γεγονός ότι τα σιτηρά, περισσότερο από κάθε άλλο τρόφιμο, προσφέρονται για αποθήκευση και άρα σώρευση. Η συγκέντρωση τροφής απετέλεσε και την πρώτη μορφή πλούτου. Όπου, όμως, υπάρχει πλούτος, υπάρχει και φτώχεια και, πράγματι, η έλευση της γεωργίας δημιούργησε τη φτώχεια, όπως αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Για παράδειγμα, η συγκριτική εξέταση σκελετών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης δείχνει ότι κάποιοι άνθρωποι απολάμβαναν περισσότερο και καλύτερο φαγητό από τους υπολοίπους στις αγροτικές κοινωνίες, οι οποίοι κυριολεκτικά λιμοκτονούσαν, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω.

Με τη σειρά της, η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ωρισμένων, τους έδωσε τη δυνατότητα να αξιώσουν ατομικά δικαιώματα επάνω στη γη, η οποία μέχρι τότε δεν ανήκε σε κανέναν, παρά μόνον ίσως σε ολόκληρη τη φυλή και όχι για πάντα, αφού οι πληθυσμοί ήταν ως επί το πλείστον νομαδικοί. Προκειμένου όμως να μπορέσει κάποιος να θεμελιώσει ιδιαίτερο δικαίωμα πάνω σε κάτι που "ανήκε" σε όλους, έπρεπε να αποδείξει ότι είχε και κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με τη συγκεκριμένη έκταση. Αυτός ο δεσμός δεν ήταν άλλος από την μακρόχρονη χρήση της γης (τεκμήριο που επιβιώνει και σήμερα στο εμπράγματο δίκαιο με τον θεσμό της χρησικτησίας). Κι επειδή η διάρκεια ζωής ενός εκάστου ανθρώπου είναι πεπερασμένη και λίγο-πολύ ίδια με των υπολοίπων, ξαφνικά απέκτησαν σημασία οι πρόγονοι και οι γενεαλογικές γραμμές. Σημειωτέον, σε αντίθεση με ό,τι μας έχουν διδάξει ή θέλουμε να πιστεύουμε, το πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας δεν υπήρξε η οικογένεια, αλλά η φυλή. Η οικογένεια (κατάλοιπο της φατριάς) είναι σχετικώς σύγχρονη εξέλιξη. 


Συναφώς, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα, κάτι παρόμοιο συνέβη και με την ανάδυση των εθνικών κρατών: όταν οι αυτοκρατορίες στην Ευρώπη (Οθωμανική, Αυστρο-ουγγρική) άρχισαν να καταρρέουν στις αρχές του 19ου αι., πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι η πληθυσμιακή ομάδα που μπορούσε να αξιώσει αδιάλλειπτη κατοχή συγκεκριμένης περιοχής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από άλλες γειτονικές ή συμβιούσες ομάδες θα εξασφάλιζε και την εδαφική κυριαρχία. Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιον ότι την ίδια περίοδο γεννήθηκαν τα έθνη και ο εθνικισμός και επιχειρήθηκε η φυλετική σύνδεση, δια της ιστορίας, με αρχαίους λαούς που ζούσαν το πάλαι στα ίδια εδάφη. 

Σε ένα άλλο επίπεδο, η έμφαση που δόθηκε στους οικογενειακούς δεσμούς είχε δύο επιπλέον σημαντικές συνέπειες που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πολιτισμό ίσως περισσότερο από κάθε τι: Πρώτον, για πρώτη φορά η οικογένεια απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την φυλή και άρα την κοινωνία. Δεύτερον, για πρώτη φορά είχε σημασία να ξέρεις ποιοι ήταν οι γονείς σου. Ο άντρας, αφ' ενός, θα ήθελε να είναι σίγουρος ότι αυτοί που θα κληρονομήσουν το δικαίωμά του επάνω στη γη είναι όντως βιολογικοί του απόγονοι. Αφ' ετέρου, οι γυναίκες θα επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν ότι τα δικά τους παιδιά θα είναι οι συνεχιστές της γραμμής και όχι τα παιδιά κάποιας άλλης. Και, κάπως έτσι, γεννήθηκε η πατριαρχία. Οι γυναίκες περιωρίστηκαν στα του οίκου και τους ανετέθη το ύψιστο έργο να γεννάνε εργάτες της γης και στρατιώτες για τους επεκτατικούς πολέμους που θα εξασφάλιζαν ακόμη περισσότερη γη στον άρχοντα. Συγχρόνως, φιμώθηκε η σεξουαλική τους έκφραση, ενώ θεοποιήθηκε η παρθενία, η αρετή και η συζυγική πίστη. Κατά συνέπεια, η ερωτική επαφή περιωρίσθηκε εντός του θεσμού του γάμου, η απιστία απέκτησε ιδιάζουσα απαξία, ιδίως για τις γυναίκες, και τα παιδιά κατηγοριοποιήθηκαν σε νόμιμα και νόθα. Η θρησκεία απλώς προσέδωσε ένα πνευματικό υπόβαθρο στις πατριαρχικές δομές.

Τόσο έχουν εμποτίσει οι εν λόγω δομές την κουλτούρα μας, ώστε ακόμη και στις ημέρες μας επιβιώνουν φαινόμενα όπως ο στιγματισμός της σεξουαλικά απελευθερωμένης γυναίκας, η ποινικοποίηση της μοιχείας (το άρθρο 357 του ΠΚ καταργήθηκε μόλις το 1981 στην χώρα μας) αλλά και το παράδοξο να παίρνουν τα παιδιά το επώνυμο του πατέρα, ενώ η μόνη βέβαιη καταγωγή είναι εκ της μητρικής γραμμής. 



ΛΙΜΟΙ ΚΑΙ ΛΟΙΜΟΙ


Η συχνή εμφάνιση των λιμών, ήδη στις πρώιμες αγροτικές κοινωνίες, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πείνα αποτελούσε καθημερινότητα για το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων. Η αρχαία Αίγυπτος φαίνεται να δοκιμαζόταν τακτικά από λιμούς που κρατούσαν περίπου επτά χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, «κάθε άνθρωπος έτρωγε τα παιδιά του». Πιο  πρόσφατα, το 1201 μ.Χ., ο Νείλος σχεδόν ξεράθηκε με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ακόμη ένας πολυετής λιμός. Ο ιρακινός ιστορικός και περιηγητής της εποχής Abdallatif al-Baghdadi που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στην Αίγυπτο, καταγράφει φρικαλέες σκηνές, όπως ανθρώπους να τρώνε σκύλους, κουφάρια, ακόμη και περιττώματα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν άργησαν να στραφούν στον κανιβαλισμό: 
«Δεν είναι ασύνηθες να βλέπεις ανθρώπους να πωλούν κρέας από μικρά παιδιά, βραστό ή ψητό».
 Μεταφέρει, μάλιστα, την ανατριχιαστική εικόνα των κεφαλιών πέντε παιδιών που σιγόβραζαν μέσα σε ένα καζάνι. Όσοι συλλαμβάνονταν για κανιβαλισμό, καταδικάζονταν μεν σε θάνατο στην πυρά, ωστόσο το έθιμο επεφύλασσε συγχρόνως άρση του αξιοποίνου για τους γονείς που έτρωγαν τα παιδιά τους. 

Παρόμοιο κανόνα συναντάμε και στην Κίνα της δυναστείας των Χαν: όταν το 200 πΧ. ο λιμός εξόντωσε περίπου το μισό πληθυσμό της αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας Γκάο Ζου εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέτρεπε στους υπηκόους του να πωλούν τα παιδιά τους για κρέας, νομιμοποιώντας έτσι μία πρακτική αιώνων. Μία γραπτή πηγή ηλικίας 2.600 ετών αναφέρει: «Στην πόλη, ανταλλάσσουμε τα παιδιά μας και τα τρώμε και συνθλίβουμε τα κόκκαλά τους για καύσιμη ύλη». 


Η Ευρώπη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατεγράφησαν τουλάχιστον 35 σφοδροί λιμοί μέσα σε διάστημα μίας χιλιετίας. Ανάμεσα στον 5ο και στον 9ο αι. μ.Χ. ο πληθυσμός της Ρώμης μειώθηκε κατά 90% κυρίως λόγω των λιμών και της πανώλης. 

Μόνο στη Βρετανία, υπήρξαν 95 μεγάλοι λιμοί μεταξύ του 6ου και του 16ου αι.  και 75 στην Γαλλία, με τον πλέον πρόσφατο να καταγράφεται το 1795. Η ανατολική Ευρώπη πέρασε 150 περιόδους λιμού μέσα σε μόλις δύο αιώνες, ανάμεσα στο ανάμεσα στον 16ο και τον 18ο αι. Η Ρωσία ειδικότερα επλήγη από 100 περίπου μείζονες λιμούς μεταξύ 971-1974. Για να λάβετε μία ιδέα για την τάξη μεγέθους, ένα εκατομμύριο Ρώσοι πέθαναν από την πείνα στον λιμό του 1921-22· 4 έως 7 εκατομμύρια πέθαναν σε αυτόν του 1933-34. Την ίδια εποχή, στην σοβιετική Ουκρανία πέθαναν περίπου 3-4 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο καταστροφικότερος καταγεγραμμένος λιμός στην ιστορία της ανθρωπότητος υπήρξε ο Μέγας Λιμός της Κίνας (1958-1962) κατά την διάρκεια του λεγομένου «Μεγάλου Άλματος Εμπρός» του Μάο, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου 45 εκατομμύρια ανθρώπους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ολλανδού ιστορικού Frank Dikötter, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, ύστερα από τετραετή έρευνα στα επίσημα αρχεία της περιόδου.

Υπό αυτά τα δεδομένα, η αντίληψη που θέλει την εμφάνιση της γεωργίας ως αντίδοτο στην πείνα φαίνεται να διαψεύδεται. Κύρια αιτία εμφάνισης των λιμών, που διαρκούσαν ακόμη και δέκα χρόνια, ήταν η καταστροφή της σοδειάς από πλημμύρες, ξηρασία, επιδρομές εντόμων κλπ. 






Ποιότητα Ζωής

Όμως, θα αντιλέξετε εμείς απολαμβάνουμε καλύτερη ποιότητα ζωής: έχουμε αφθονία αγαθών, τεχνολογία, επιστήμη, ανέσεις, περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση, μεταφορικά μέσα, επικοινωνία, ψυχαγωγία, παιδεία, Τέχνη. Πιθανότατα ο ισχυρισμός αυτός να ευσταθεί όσον αφορά ένα μέρος των ανθρώπων του λεγόμενου δυτικού κόσμου, ωστόσο αποτελούν ισχνή μειονόητητα μπροστά στα 7 δις. που αποτελούν τον παγκόσμιο πληθυσμό. Aξίζει πάντως να σταθούμε για λίγο εδώ. 




Η ποιότητα ζωής (Quality of Life ή QOL)  ορίζεται ως η γενική ευημερία (well-being) των ατόμων και των κοινωνιών. Όπως και η ευτυχία, με την οποία βεβαίως σχετίζεται, η ποιότητα ζωής είναι δύσκολα μετρήσιμη. Το επίπεδο διαβίωσης (standard of living) και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μίας χώρας θα μπορούσαν να μας δώσουν ενδεχομένως κάποια ιδέα, αλλά δεν προσφέρονται ως κριτήρια, δεδομενου ότι αποτιμούν μόνο οικονομικά μεγέθη. 

Από τον ΟΗΕ χρησιμοποιείται ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Develpment Index, HDI), μία στατιστική αποτίμηση ενός συνδυασμού τριών δεικτών, του προσδόκιμου ζωής, της εκπαίδευσης (ανά έτη) και του κατα κεφαλήν εισοδήματος. Ακόμη και αν προσαρμόσουμε τον HDI στις ανισότητες επιμέρους κοινωνικών ή φυλετικών ομάδων, γεωγραφικών περιοχών κ.α. οι "πρωτόγονες" φυλές μοιραία τοποθετούνται πολύ χαμηλά στην κατάταξη, αφού το προσδόκιμο ζωής τους  κατά την γέννηση ενδέχεται να είναι χαμηλό λόγω υψηλής βρεφικής θνησιμότητος (αν και ο μέσος όρος ζωής τους δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτόν του μέσου Αμερικανού), ενώ συγχρόνως απουσιάζει εντελώς από την εξίσωση ο θεσμός της εκπαίδευσης όσο και η έννοια του εισοδήματος. 


Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι η ποιότητα της ζωής αυτών των ανθρώπων είναι υποβαθμισμένη; Θεωρώ πως όχι. Κατ' εμέ, η παραπάνω κατάταξη προσκρούει σε στενόμυαλα κριτήρια "δυτικού" τύπου και παραγνωρίζει το ενδεχόμενο  μία κοινωνία να ευημερεί χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς χρήμα, χωρίς σχολείο, χωρίς καν Πολιτισμό. Στο μέτρο που είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί η ευημερία ενός ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση δεν μας λέει πολλά, αν δεν ξέρουμε την ποιότητα της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας που απολαμβάνει ο μέσος όρος· ο αριθμός των ετών εκπαίδευσης δεν προεξοφλεί ότι τα άτομα έχουν αποκτήσει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτούνται ώστε να λειτουργήσουν ομαλά μέσα στον κοινωνικό ιστό· και το εισόδημα δεν έχει καμμία σημασία αν όλα όσα χρειάζεσαι είναι δωρεάν. 

Αντιθέτως, το παράδειγμα των σύγχρονων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών δείχνει ότι απολαμβάνουν πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής απ' ότι ο μέσος πολίτης του ανεπτυγμένου κόσμου: κατά γενική ομολογία, η κοινωνία τους δομείται στην αλληλεγγύη, την προσφορά και την ισότητα, έχουν άπλετο χρόνο στη διάθεσή τους (άνευ διακρίσεως σε ελεύθερο και μη), ζουν μέσα στη φύση και από τη φύση, απολαμβάνουν μεγαλύτερη ευρωστία και καλύτερη φυσική κατάσταση και έχουν σαφώς λιγότερο άγχος. Με λιγα λόγια, πραγματώνουν τις εξελικτικές προδιαγραφές του είδους μας. Αν αυτό δεν είναι ευτυχία, τότε μάλλον πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε το νόημα της λέξεως αυτής. 



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Θεμέλιος λίθος του Πολιτισμού μας, όπως τον ξέρουμε, υπήρξε -και παραμένει- η γεωργία. Μόνο τυχαίος δεν είναι, άλλωστε, ο γλωσσικός παραλληλισμός μεταξύ της καλλιέργειας της γης και της καλλιέργειας του ανθρώπου: από την μία δαμάσαμε την Φύση, από την άλλη δαμάσαμε το ζώο μέσα μας. Κι αυτό το βαφτίσαμε πρόοδο, ξεχνώντας ότι η πρόοδος λίγο έχει να κάνει με την εξέλιξη. 

Η εξέλιξη των ειδών είναι μία φυσική διαδικασία, που οδηγεί σε μεγαλύτερη σταθερότητα, ποικιλομορφία, πολυπλοκότητα και, άρα, προσαρμοστικότητα στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Η πρόοδος, από την άλλη, αποτελει τεχνητή (αφύσικη) αλλαγή, που δεν αποσκοπεί στην προσαρμογή προς το περιβάλλον, αλλά στην στρέβλωση αυτού, προς εξυπηρέτησιν αξιών εκ διαμέτρου αντιθέτων από αυτών της εξέλιξης. Κατά την διατύπωση της συγγραφέως Jean Liedloff, η εξέλιξη δημιουργεί  σταθερότητα, ενώ η πρόοδος (δηλαδή η αλλαγή η μη εντεταγμένη στο εξελικτικό πλαίσιο) καταστρέφει τις ισσοροπίες και μας κάνει ευάλωτους. 





"[...] ο σημερινός άνθρωπος νομίζει πως αυτό που βιώνει είναι πρόοδος. Νοιώθει περήφανος για την τεχνολογία του, τις επιστήμες, τα υπερσύγχρονα κτίρια, τα αεροπλάνα που τον ταξιδεύουν, τις επικοινωνίες που τον συνδέουν με όλο το πλανήτη, τα πολύχρωμα χαπάκια που καταπίνει για κάθε του ενόχληση, τους αυτοματισμούς που τον κάνουν να παίζει με διάφορα χειριστήρια στα χεράκια του και νοιώθει υποχρεωμένος να βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με όποιον είναι γύρω του για το ποιος θα είναι ο κυρίαρχος όλων αυτών των παιχνιδιών. Ποιος έχει τη πρόοδο μεγαλύτερη. [...] Έχει όλα τα εργαλεία της γνώσης στα χέρια του αλλά είναι άχρηστα γιατί γνωρίζει τα υλικά που αποτελούνται αλλά έχει ξεχάσει τον αρχικό λόγο που επιθύμησε να μάθει, και το σκοπό που ονειρευόταν να εκπληρώσει".


Εξημερώνοντας, λοιπόν, το φυσικό μας περιβάλλον, στην πραγματικότητα εξημερώσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Εν τέλει, αντί να "γίνουμε άνθρωποι", όπως αρεσκόμαστε να κομπάζουμε, μάλλον συνέβη ακριβώς το αντίθετο: απαρνηθήκαμε την ίδια την ουσία της ύπαρξής μας, που δεν είναι άλλη από τα ένστικτά μας, δηλαδή τις εμπειρίες που προσδοκά να βιώσει το είδος μας, ακριβώς επειδή αυτές τις εμπειρίες βίωσαν οι πρόγονοί μας. Γυρίσαμε την πλάτη σε μία επιτυχημένη εξελικτική πορεία εκατοντάδων χιλιάδων ετών και γίναμε πειραματόζωα στο ίδιο μας το πείραμα. Πείραμα που, όπως δείχνει η εμπειρία, πήγε εντελώς στραβά. 

Τι μπορούμε να κάνουμε; Σίγουρα είναι ανεδαφικό να διαγράψουμε τόσους αιώνες επί αιώνων πορείας, ακόμη κι αν αναγνωρίσουμε ότι η κατεύθυνση αυτή οδηγεί σε αδιέξοδο. Δεν περιμένω να ξυπνησεις μία ωραία πρωία, να παρατήσεις τη δουλειά, τους φίλους και την οικογένειά σου, να πετάξεις τα παπούτσια σου και να πας να ζήσεις στη ζούγκλα. Από την άλλη, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία εισφέρουν σημαντική και ποιοτική τροφή. 

Κατά τη γνώμη μου, η πιο ρεαλιστική λύση είναι να προσπαθήσουμε συνειδητά να επαναφέρουμε την καθημερινότητά μας όσο πιο κοντά στα εξελικτικά μας πρότυπα γίνεται, ενσωματώνοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες αλλαγές στην καθημερινότητά μας: στην διατροφή μας, στην άσκηση, την επαφή με το φυσικό περιβάλλον, την αλληλεπίδραση με τους συνανθρώπους μας, στις επιλογές μας ως καταναλωτές και ιδίως στον τρόπο με τον οποίον μεγαλώνουμε τα παιδιά μας

Κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να γίνουμε, αν όχι σύγχρονοι πρωτόγονοι, τουλάχιστον πρωτόγονοι σύγχρονοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου