9.1.14

Ένα Πείραμα που Πήγε Στραβά: Μία Διαφορετική Άποψη για τον Πολιτισμό (Μέρος Α)




«Άνθρωπε, απ’ όποια Χώρα κι αν προέρχεσαι, όποιες κι αν είναι οι απόψεις σου, άκου: αυτή εδώ είναι η ιστορία σου, όπως θεωρώ εγώ ότι διαβάζεται, όχι στα Βιβλία των Συνανθρώπων σου, που είναι ψεύτες, αλλά στην Φύση, η οποία ουδέποτε ψεύδεται» .

-Ζαν Ζακ Ρουσώ, Κρίσεις για την Προέλευση και τις Βάσεις της Ανισότητας Μεταξύ των Ανθρώπων (1754)




Σίγουρα έχετε ακούσει το χιλιοειπωμένο κλισέ: «Είμαστε ό,τι τρώμε». Το λέει ο διατροφολόγος στο πλατό της Μενεγάκη, ίσως σας το είχε πει και η καθηγήτρια της οικιακής οικονομίας στην τρίτη γυμνασίου. Δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος να διαφωνήσει με την παραδοχή αυτή –ακόμη και ο πλέον άσχετος ή αδιάφορος σε θέματα υγείας μπορεί να αντιληφθεί την σύνδεση μεταξύ του τρόπου ζωής και της ποιότητας ζωής. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι από εμάς πιθανότατα δεν συνειδητοποιούν τις προεκτάσεις που μπορεί να έχουν οι διατροφικές τους επιλογές, όχι μόνο στην υγεία τους ή την υγεία των παιδιών τους, αλλά στο περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική μας οργάνωση, τον τρόπο ζωής μας, τις αξίες μας, την σχέση μας με την θρησκεία και, γενικότερα, σε όλο το φάσμα του ανθρωπίνου πολιτισμού. 

Στο πολύκροτο βιβλίο του «Against the grain: How agriculture has hijacked civilization» (2004), ο εγνωσμένου κύρους οικολόγος και δημοσιογράφος Richard Manning, επιχειρεί μία κριτική επισκόπηση της εξέλιξης της γεωργίας, από τις απαρχές της, περίπου 10.000-5.000 χρόνια πριν, έως και την εκβιομηχάνιση και την μαζικοποίησή της στις αρχές του 20ου αι. Κατά την διάρκεια αυτής της αναδρομής, ο συγγραφέας εξετάζει πολλές από τις δυσλειτουργίες των κοινωνικών και πολιτικών μας δομών –όπως η φτώχεια, η πείνα, οι επιδημίες, η φυλετικές ανισότητες, οι ταξικές διακρίσεις, ο υπερπληθυσμός, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος- και καταδεικνύει ότι δεν είναι σύμφυτες στο είδος μας, αλλά ιστορικά έχουν την ρίζα τους στην νεολιθική εποχή, οφείλονται δε στην εγκατάλειψη του έως τότε τρόπου ζωής μάς, αυτού του κυνηγού – τροφοσυλλέκτη, και την υιοθέτηση της γεωργίας

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ή ορθότερα, πριν αρχίσουν



Ο Πολιτισμός, η Προοδος και άλλες ιστορίες




Μία από τις πιο ευρέως διαδεδομένες ιστορικές ανακρίβειες είναι ότι η εφεύρεση της γεωργίας και η συνακόλουθη μετάβαση από το στάδιου του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη σε αυτό του καλλιεργητή σηματοδότησαν την απαρχή του πολιτισμού. Σύμφωνα με την παραδοχή αυτή, πριν από την γεωργία δεν υπήρχε πολιτισμός. Δεν υπήρχε τίποτα.

Οι παλαιολιθικοί άνθρωποι στερεοτυπικώς απεικονίζονται ως αναμαλλιασμένοι αγριάνθρωποι, ενδεδυμένοι με γούνες και δέρματα ζώων αλά Φλίνστοουν, κραδαίνοντες ρόπαλα στο ένα χέρι και σέρνοντας μια θηλυκιά από τα μαλλιά με το άλλο, ώσπου ήρθε ο πολιτισμός να μας σώσει από την κτηνωδία και την αθλιότητα της μίζερης ύπαρξής μας. Η ζωή ενός κυνηγού –τροφοσυλλέκτη είναι, κατά την έκφραση του φιλοσόφου Τόμας Χομπς, «μοναχική, φτωχική, απειλητική, κτηνώδης και σύντομη». 

Το στερεότυπο αυτό καλλιεργείται στην συνείδησή μας ήδη από πολύ νωρίς. Σύμφωνα με το βιβλίο της ιστορίας της τρίτης δημοτικού, «η ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολη. Για να βρούνε τροφή τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί μαζεύοντας σπόρους και καρπούς από τα δέντρα και ψάχνοντας στο χώμα για ρίζες και βολβούς». Αντιθέτως, όταν εξημέρωσαν φυτά και ζώα κι έγιναν από κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες γεωργοί και κτηνοτρόφοι «δεν χρειαζόταν πια να τριγυρνούν από τόπο σε τόπο για να βρουν την τροφή τους. Την παρήγαγαν μόνοι τους». 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνεχίζει η μυθολογική αφήγηση, ο άνθρωπος επέτυχε αυξημένη παραγωγή τροφής ανά εργατοώρα, αλλά και υψηλή γεννητικότητα. Όπως διαβάζουμε στο Science Illustrated: 
«Σε μια κοινωνία κυνηγών και τροφοσυλλεκτών υπάρχουν σοφή όρια για το πόσο παιδιά μπορεί να μεγαλώσει μια γυναίκα. Τα παιδιά πρέπει να μεταφέρονται από το ένα μέρος στο άλλο, σε μια αέναη αναζήτηση τροφής, νερού και καλού κλίματος, και έτσι τα άτομα που χρειάζονται βοήθεια δεν μπορεί να είναι πολλά. Σε μια αγροτική κοινωνία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί τα παιδιά μπορούν να συμβάλουν με την εργασία τους από αρκετά νεαρή ηλικία και μπορούν ακόμη να «στριμωχτούν» σε καλύτερες και σταθερότερες κατοικίες. Έναν αγρότη, που παραμένει στο ίδιο μέρος για χρόνια, τον συμφέρει να επενδύσει στην κατασκευή κτιρίων και εγκαταστάσεων - κάτι που δεν ισχύει για έναν κυνηγό, ο οποίος κατέχει, εν πολλοίς, μόνο ό,τι μπορεί να μεταφέρει».
  
Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι ο συντάκτης του άρθρου μας λέει ότι η καλλιέργεια της γης οδήγησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, στην παιδική εργασία, στην υποβάθμιση των γυναικών σε μηχανές παραγωγής εργατικών χεριών και, βεβαίως, στην εμφάνιση της γαιοκτησίας –με ό,τι αυτή συνεπάγεται: ιδιοκτησία, κοινωνικές τάξεις, εξουσία, εθνικισμός, επεκτατισμός. Άλλωστε, η κρατούσα ακόμη και σήμερα αντίληψη θέλει τον άνθρωπο να είναι φύσει ζωώδης, βίαιος και ανεξέλεγκτος –όχι πολύ διαφορετικός από τα ζώα που κυνηγούσε. Ευτυχώς, όμως, ο πολιτισμός χαλιναγώγησε τα βάρβαρα ένστικτά μας και σταματήσαμε (;) να σφάζουμε ο ένας τον άλλον προκειμένου, σύμφωνα και με τη διατύπωση του ιστορικού Niall Ferguson, «την απόκτηση δυσεύρετων πόρων (τροφής και γόνιμων γυναικών)». 

Ας εξετάσουμε αυτήν την άποψη πιο προσεκτικά.


Πώς ξεκίνησαν όλα


Παρά το ότι το ανθρώπινο γένος μετρά ήδη εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ιστορίας, ο Πολιτισμός, η νοητή δηλαδή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον «άνθρωπο των σπηλαίων» και στον σύγχρονο άνθρωπο, είναι σχετικά όψιμο δημιούργημα. Η αφετηρία του τοποθετείται προς στα τέλη της Νεολιθικής (ή Γεωργικής) Επαναστάσεως, 10.000-3.000 χρόνια πριν την σημερινή εποχή, οπότε και ο άνθρωπος εγκατέλειψε σταδιακώς τον νομαδικό θηρευτικό και τροφοσυλλεκτικό πρότυπο ζωής του και άρχισε να ζει από την καλλιέργεια της γης, αλλάζοντας έτσι το ρου της ιστορίας. Η εμφάνιση της γεωργίας σημειώθηκε την ίδια περίπου εποχή σε τουλάχιστον επτά μέρη του κόσμου, εντελώς ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, γεγονός που έχει οδηγήσει ορισμένους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η γεωργία δεν ήταν «εφεύρεση» κατά κυριολεξίαν, αλλά μια αναπόφευκτη εξέλιξη για το ανθρώπινο είδος μετά το τέλος της εποχής των παγετώνων. Εικάζεται μάλιστα ότι η εξημέρωση φυτών και ζώων προέκυψε ως απάντηση στις πιεστικές ανάγκες που γέννησε η δημογραφική έκρηξη που σημειώθηκε εκείνη την εποχή.





Γίνεται γενικώς δεκτό ότι η χρονική σύμπτωση της έλευσης της γεωργίας, αφ’ ενός, και της δημιουργίας του συγχρόνου πολιτισμού, αφ’ ετέρου, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι: η μόνιμη εγκατάσταση σε έναν τόπο και η εξειδίκευση της εργασίας (τροφοπαραγωγοί – τεχνίτες) ευνόησε, κατά την θεωρία αυτήν, τις πιο πολύπλοκες και πολυάνθρωπες κοινωνικές δομές, οι οποίες με την σειρά τους οδήγησαν στην ανακάλυψη και τη διάδοση της γραφής, την αστικοποίηση του πληθυσμού,  την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας με τη συνακόλουθη εμφάνιση του χρήματος και των αγορών και, κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, την ανάδυση του κράτους (και του νόμου) ως υπέρτατου ρυθμιστή της κοινωνικής συμβιώσεως.

Παράλληλα, ο χρόνος που απελευθερώθηκε από την "αέναη αναζήτηση νερού, τροφής και καλού κλίματος" επέτρεψε την εκλέπτυνση των γραμμάτων και των τεχνών, με αποκορύφωμα την φιλοσοφία, τις επιστήμες, τα ωραία γλυπτά που θαυμάζουμε στα μουσεία, τις Πυραμίδες της Αιγύπτου, τον Παρθενώνα και πλήθος άλλων εντυπωσιακών μνημείων ανά τον κόσμο. 

Με άλλα λόγια, χάριν στην γεωργία, γίναμε άνθρωποι. 


Πολύ ωραία και ρομαντικά όλα αυτά. Δυστυχώς, όμως, πόρρω απέχουν από την ιστορική πραγματικότητα.



Η Πτώση


Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η πρακτική της καλλιέργειας της γης ξεκίνησε για πρώτη φορά στην Μέση Ανατολή, στην κοιλάδα που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, στα τέλη της τελευταίας εποχής των παγετώνων. Καθώς οι παγετώνες υποχωρούσαν, οι πλημμυρίδες των ποταμών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο, εξ ου και η συχνή αναφορά τους στην Παλαιά Διαθήκη, όπως επισημαίνει ο αρχαιολόγος Juris Zarins, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μισσούρι. Ο Zarins τοποθετεί την μυθολογική Εδέμ εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Περσικός κόλπος, περιοχή η οποία κατά την εποχή των παγετώνων θα ήταν ξηρά, εξ αιτίας της χαμηλότερης στάθμης των υδάτων, και πιθανότατα πολύ πλούσια σε βλάστηση και θηράματα, αφού θα την διέτρεχαν τέσσερις ποταμοί, συμπεριλαμβανομένων του Τίγρη και του Ευφράτη. Υπό αυτό το πρίσμα, αν δεχθούμε ότι η υπόθεση του Zarins ευσταθεί, η αναγκαστική φυγή των ανθρώπων μετά την υποχώρηση των παγετώνων και την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, θα ισοδυναμούσε όντως με διωγμό από τον παράδεισο. 



Μήπως ο καρπός της γνώσης του καλού και του κακού δεν ήταν εν τέλει άλλος από την γνώση της εξουσίας που μπορούσε να έχει ο άνθρωπος επάνω στη Φύση; Ενδεχομένως ποτέ δεν θα μάθουμε με βεβαιότητα. Άλλωστε οι βιβλικές ιστορίες ανήκουν στην σφαίρα της μυθοπλασίας για το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητος. Όπως, όμως, προσφυώς παρατηρεί ο Manning, δεν είναι τυχαίο ότι η τιμωρία που επισείει ο Θεός στους πρωτοπλάστους, όταν τους εκδιώχνει από τον παράδεισο, είναι η καταδίκη στην εφ’ όρου ζωής καλλιέργεια της γης:
«...ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου» (Γένεσις 3,17)», «ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ» (Γένεσις 3,18)

«ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν...» (Γένεσις 3,19). 
Όποιος έχει οργώσει τη γη με αλέτρι και τσάπα, θα συμφωνήσει ότι πρόκειται όντως για καταδίκη. Βγάλτε από το μυαλό σας προς στιγμήν τους αγρότες δυτικού τύπου με τα τρακτέρ, τα ανοιχτά φορτηγάκια, τους αεροψεκασμούς και τις επιδοτήσεις. Ξεχάστε και τις βουκολικές εικόνες του γιδοβοσκού με τη φλογέρα που λιάζεται στο χορτάρι. Για τους περισσότερους καλλιεργητές ανά τον κόσμο, η ζωή τους δεν
είναι παρά ένας αέναος σωματικός μόχθος από την αυγή μέχρι τη δύση του ηλίου, από την ημέρα σχεδόν που γεννιούνται μέχρι την ημέρα που θα πεθάνουν, και μία συνεχής πάλη με τη γη, τα παράσιτα, τα έντομα, τα φυσικά φαινόμενα, την πείνα και τις αρρώστιες. Μπροστά σε αυτήν την μοίρα, το κυνήγι, το ψάρεμμα και η συγκομιδή άγριων μούρων στο δάσος μοιάζουν τόσο επίπονα όσο ένα παιχνίδι γκολφ.


Διαβάζουμε στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου:


«Πρώτη εμφανίστηκε τότε η χρυσή εποχή, που από μόνη της κατείχεΚάθε  αλήθεια και κάθε δίκαιο, χωρίς βία και χωρίς δεσμά. Δεν υπήρχε το φόβητρο της τιμωρίας ούτε η απειλή του νόμουΑνηρτημένου σε μπρούτζινες πλάκες, για να προκαλεί δέος στον λαό.Ο άνθρωπος δεν γνώριζε άλλες χώρες πέρα από αυτήν στην οποία ζούσε:Δεν υπήρχαν τότε πόλεις περιφραγμένες με τείχη και τάφρους. Δεν ηχούσαν κέρατα και σάλπιγγες, δεν υπήρχαν ξίφη και κράνη.Η γόνιμη γη ήταν ακόμη ελεύθερη, ανέγγιχτη από φτυάρι ή άροτρο. Κι ωστόσο παρήγαγε αρκετά απ’ όλα.Κι οι ίδιοι οι άνθρωποι ήταν ευχαριστημένοι με απλές τροφές.Που υπήρχαν στην γη, δώρα της Φύσης, χωρίς τον δικό τους μόχθο».



Η χειροτέρευση της ποιότητος της ζωής μας φαίνεται πρωτίστως από την απλή διαπίστωση ότι η υγεία μας πήρε την κατιούσα –και μάλιστα με πολύ δραματικό τρόπο- αφ’ ης στιγμής ανταλλάξαμε το δόρυ του κυνηγού με το αλέτρι και το φτυάρι. Για του λόγου το αληθές, θα αφήσουμε τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα να μιλήσουν. 


"Μα οι πρωτόγονοι ζούσαν μέχρι τα τριάντα!"


Η σύγκριση των σκελετών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών και γεωργών που έζησαν περίπου την ίδια χρονική περίοδο, όπως φερ’ ειπείν αυτών που βρέθηκαν στην προ-κολομβιανή πόλη της Καχόκια (600-1400 μΧ) έξω από το Σαιντ Λιούις στο Μισσούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, μας δίνει την δυνατότητα να συγκρίνουμε και τις ζωές εκείνων των ανθρώπων. Οι σκελετοί, εκτός από το φύλο, το βάρος και την ηλικία του θανόντος, αποκαλύπτουν επιπλέον μία πληθώρα πληροφοριών για την κατάσταση της υγείας του.


 Αυτό που παρατηρεί αμέσως ο αρχαιολόγος είναι η διαφορά στην σωματική διάπλαση: οι κυνηγοί – τροφοσυλλέκτες είναι ψηλότεροι, πιο εύρωστοι και πιο σωματώδεις από τους αγρότες. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο παράδειγμα: σκελετοί από περιοχές που ευρίσκονται σήμερα στην Ελλάδα και στην Τουρκία δείχνουν ότι το μέσο ύψος ενός κυνηγού- τροφοσυλλέκτη κατά τα τέλη της τελευταίας εποχής των παγετώνων ήταν 1,75 μ. για τους άνδρες και 1,60 μ. για τις γυναίκες. Έως τα τέλη της νεολιθικής εποχής, περίπου το 3.000 π. Χ., το μέσο ύψος στις ίδιες περιοχές είχε μειωθεί στο 1,60 μ. και 1,52 αντίστοιχα. 

Οι αγροτικοί πληθυσμοί, επιπλέον, φέρουν στα λείψανα των οστών τους ενδείξεις υποσιτισμού, στέρησης και κακοποίησης: σαπισμένα από την τερηδόνα δόντια, σιδηροπενική αναιμία, οστεομυελίτιδα και περιοστίτιδα, εντερικά παράσιτα, σύφιλη, λέπρα, φυματίωση, εκφυλιστικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης και παραμορφωμένες αρθρώσεις από την σκληρή εργασία σε άβολες στάσεις, καθυστερημένη ανάπτυξη στα παιδιά κ.α., δεινά άγνωστα ή ελάχιστα γνωστά στους πληθυσμούς κυνηγών – τροφοσυλλεκτών.


Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν και οι ανασκαφές του ανθρωπολόγου George Armelagos σε ταφικά μνημεία στις κοιλάδες των ποταμών Ohio και Illinois (Dickson Mounds) στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες έφεραν στο φως πληθώρα σκελετών, πάνω από 800, από όλες τις γνωστές περιόδους του πολιτισμού των αυτοχθόνων πληθυσμών της περιοχής, γενετικώς πανομοιότυποι μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, τα ευρήματα αυτά μας επιτρέπουν να αποκτήσουμε μία συνολική εικόνα των μεταβολών που επήλθαν στην υγεία των ανθρώπων αυτών κατά την μετάβαση από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή στην αγροτική οικονομία. 

Αναλύοντας τις τάσεις στην ανάπτυξη οστών και οδόντων, τις κακώσεις και την θνησιμότητα, οι αρχαιολόγοι βρήκαν ραγδαία υποβάθμιση της υγείας των πληθυσμών μετά την υιοθέτηση και την εντατικοποίηση της αγροκαλλιέργειας. Εν συγκρίσει προς τους προκατόχους τους που ζούσαν από το κυνήγι, την αλιεία και την συλλογή καρπών, βλαστών και ριζών, οι αγροτικοί πληθυσμοί εμφανίζουν αύξηση σχεδόν κατά 50% στις βλάβες του οδοντικού σμάλτου, ενδεικτική υποσιτισμού, κατά 400% των περιπτώσεων σιδηροπενικής αναιμίας, κατά 300% στις κακώσεις των οστών που δείχνουν προσβολή από μολυσματικές ασθένειες, καθώς και αύξηση στις εκφυλιστικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης λόγω επίπονης σωματικής εργασίας. 

«Το προσδόκιμο ζωής κατά την γέννηση στην προ-αγροτική κοινωνία [σ.σ. της περιοχής] ήταν περίπου 26 χρόνια», λέει ο καθηγητής Armelagos, «ωστόσο στην αγροτική κοινωνία ήταν 19 χρόνια. Επομένως, περιστατικά ανεπάρκειας σε θρεπτικά συστατικά και μολυσματικών ασθενειών επηρέαζαν δραματικά την ικανότητά τους για επιβίωση». Αν πιστεύετε ότι τα πορίσματα αυτά είναι πολύ μακριά από τα καθ’ ημάς, έχετε υπ’ όψιν ότι στα μέσα του 19ου αι μ.Χ. ο μέσος όρος ζωής στο Μάντσεστερ της Αγγλίας ήταν μόλις τα 17 έτη. 

Σε άλλη (κλασική πλέον) μελέτη , συγκρίνονται τα ευρήματα από δύο αρχαιολογικούς χώρους, αυτόν του αγροτικού οικισμού Hardin (1500-1675 μΧ) στις όχθες του ποταμού Ohio στο σημερινό
ανατολικό Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών,  και αυτόν του Indian Knoll (3000-2000 πΧ) κατά μήκος του ποταμού Green στο δυτικό Κεντάκι, οι κάτοικοι του οποίου ήταν κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες.  Ο μεν πρώτος οικισμός κατοικείτο από αγροτικούς πληθυσμούς που εντάσσονται στην ύστερη περίοδο του προκολομβιανού πολιτισμού του Fort Ancient, ο οποίος άνθισε στην περιοχή των σημερινών μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ μεταξύ 1000-1750 μΧ. Ζούσαν κυρίως από την καλλιέργεια της γης (καλαμπόκι, φασόλια και κολοκύθες) και επικουρικώς από το κυνήγι και την αλιεία στα γειτονικά δάση και ποτάμια (κυνηγούσαν ιδίως ελάφια, άλκες, μικρά θηλαστικά, άγριες γαλοπούλες και χελώνες), ενώ ενδέχεται να εξέτρεφαν και γαλοπούλες σε κλουβιά. Η ανάλυση υπολειμμάτων τροφής υποδεικνύει ότι η διατροφή τους ήταν πλούσια σε υδατάνθρακες (ενέργεια), αλλά φτωχή σε πρωτεΐνη, ιδίως σε βασικά αμινοξέα. Σημειωτέον, δεν υπάρχει καμία ένδειξη από τα αρχαιολογική αρχεία ότι οι πληθυσμοί αυτοί είχαν επαφή με τους Ευρωπαίους.

Στον αντίποδα, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες του Indian Knoll ζούσαν αποκλειστικώς από το κυνήγι, την αλιεία και την συλλογή καρπών, σπόρων και ριζών από τα γύρω φυλλοβόλλα δάση, ωστόσο η εγκατάστασή τους ήταν μόνιμη ή ημι-μόνιμη. Οι κύριες πηγές τροφής ήταν τα μύδια, τα σαλιγκάρια, καθώς και θηράματα όπως ελάφια, μικρά θηλαστικά, άγριες γαλοπούλες, χελώνες και ψάρια. Ως εκ τούτου, η διατροφική πρόσληψη πρωτεΐνης ήταν υψηλή. 

Σύμφωνα  την Δρ. Cassidy:
«Η διαθέσιμη χλωρίδα και πανίδα, η διαθεσιμότητα του νερού και οι κλιματικές συνθήκες ομοίαζαν τόσο στις δύο περιοχές, ώστε να μπορεί να υποτεθεί ότι οι όποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρέαζαν τον έναν τόπο υπήρχαν πιθανότατα και στον άλλον και, ως εκ τούτου, αυτοί καθ’ εαυτοί δεν θα πρέπει να επιδορύν διαφορετικά στην υγεία και στην διατροφή. Το μέγεθος του πληθυσμού και ο βαθμός μονιμότητος της εγκαταστάσεως [τους] επηρεάζουν την εξάπλωση των ασθενειών. Στις περιπτώσεις του οικισμού Hardin και του Indian Knoll, δεδομένου ότι αμφότεροι [οι πληθυσμοί] είναι μονίμως ή ημι-μονίμως εγκατεστημένοι, αυτή η μεταβλητή είναι αμελητέα όσον αφορά την εξήγηση των διαφοροποιήσεων στις περιπτώσεις ασθενειών μεταξύ των δύο [αρχαιολογικών] χώρων.  ... αν και οι κάτοικοι του Indian Knoll χρησιμοποιούσαν τον εξακοντιστή και το δόρυ, ενώ οι κάτοικοι του οικισμού Hardin είχαν αναπτύξει την κεραμοποιεία, μόνιμες κατοικίες, καθώς και το τόξο και το βέλος... κατά πάσα πιθανότητα η πλέον ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο πληθυσμών ήταν στον τρόπο διαβιώσεως, ήτοι η καλλιέργεια της γης στον νεώτερο [αρχαιολογικό] χώρο και το κυνήγι και η τροφοσυλλογή στον αρχαιότερο».
 Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι, παρά την χρονική απόσταση τριών χιλιετηρίδων, το γενετικό προφίλ και αμφοτέρων των πληθυσμών ήταν πανομοιότυπο, αφού, όπως προειπώθηκε, δεν υπάρχουν ενδείξεις επαφής με τους ευρωπαίους εποίκους. Επομένως, η ιδοποιός διαφορά ήταν η διατροφή και μόνον.

Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα από την ανάλυση των σκελετών που βρέθηκαν, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες είχαν καλύτερη υγεία και μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής από τους κατοπινούς αγροτικούς πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, παρ’ ότι η βρεφική θνησιμότητα (0-12 μηνών) ήταν μεγαλύτερη στους πρώτους, οι δεύτεροι παρουσίαζαν υψηλότερη παιδική θνησιμότητα (ιδίως στις ηλικίες 1-4 ετών, οπότε συντελείται και ο απογαλακτισμός). Στα 18, το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 36 έτη για τους κατοίκους του Indian Knolls και 30 έτη για τους χωρικούς του Hardin. 

Τα οστά και τα δόντια των κυνηγών τροφοσυλλεκτών φέρουν ενδείξεις  τακτικών περιόδων ελείψεως τροφής, πλην όμως μικρής διάρκειας. Αντιθέτως, οι αγρότες υπέφεραν από ακανόνιστες, μικρότερης συχνότητας μεν, μεγαλύτερης διάρκειας δε, περιόδους πείνας (λιμοί). 

Συνεχίζοντας, η Δρ. Cassidy γράφει :
«Η πιο συντηρητική ερμηνεία των πληροφοριών αυτών είναι ότι ήπιες ελλείψεις τροφής συνέβαιναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Indian Knoll. Ενδεχομένως, τα τέλη του χειμώνα να ήταν περίοδοι κινδύνου. Ομοίως, [ερευνητές] επί τη βάσει των γραμμών διακοπής της οστικής αναπτύξεως [γραμμές του Harris] και... αρχαιολογικά δεδομένα, έχουν συμπεράνει ότι στους πληθυσμούς κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που έχουν μελετήσει ελλείψεις τροφίμων συνέβαιναν τακτικά, πιθανώς σε ετήσια βάση. Στον οικισμό του Hardin η διακοπή της [οστικής] αναπτύξεως αποδίδεται σε ασθένειες ή καταστροφές της εσοδείας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μακράς διαρκείας αλλά σποραδικές περιπτώσεις διακοπής αναπτύξεως». 
Επιπλέον, το ήμισυ των παιδιών των αγροτών ηλικίας κάτω των πέντε ετών παρουσίαζαν σιδηροπενική αναιμία, πάθηση άγνωστη στα παιδιά ή τους ενήλικες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών. 

Η επιδείνωση στην υγεία του πληθυσμού προϊόντος του χρόνου αποδίδεται στην ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από την αγροκαλλιέργεια, κάτι που συνεπάγεται αφ’ ενός περιωρισμένη ποικιλία και θρεπτικότητα στη διατροφή και αφ’ ετέρου, πιο κοπιώδη σωματική εργασία

Με άλλα λόγια, το επιχείρημα ότι δήθεν με την καλλιέργεια της γης επιτύχαμε αυξημένη και σταθερή ποσότητα τροφής ουδόλως ευσταθεί. Και μάλιστα, όπως καταδεικνύει η αρχαιολογική σκαπάνη, με την έλευση της γεωργίας όχι μόνο απωλέσαμε την ποσότητα , αλλά και την ποιότητα της τροφής που απολαμβάναμε.


Πέραν όλων αυτών των δεινών, ευρήματα από τις πρώτες νεολιθικές κοινότητες βρίσκουν αυξημένη βρεφική και παιδική θνησιμότητα σε σχέση με τις κοινότητες τροφοσυλλεκτών-κυνηγών της ίδιας περιόδου, ενώ όσοι επιβίωναν είχαν συγκριτικά μειωμένη σωματική διάπλαση, μικρότερο προσδόκιμο ζωής (εξ αιτίας επιδημικών νόσων) και χειρότερη ποιότητα ζωής. 

Ακόμη και το περιοδικό Science Illustrated αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι η ζωή των πρώτων έστω αγροτών δεν πρέπει να ήταν και πολύ ευχάριστη, καθώς οι άνθρωποι «από εκεί που ζούσαν μια ελεύθερη ζωή, έπρεπε τώρα να συνηθίσουν να ζουν ισοβίως στο ίδιο μέρος και να κάνουν μια σκληρή, μονότονη εργασία. Επίσης, οι συνθήκες μιας αγροτικής κοινωνίας ευνοούσαν την εμφάνιση ασθενειών, εφόσον άνθρωποι και ζώα ζούσαν πολύ κοντά». Παραλείπει, ωστόσο, να αναφέρει ότι τα τελευταία μερικές χιλιάδες χρόνια οι συνθήκες εργασίας στο χωράφι δεν έχουν εξελιχθεί ιδιαίτερα, με εξαίρεση το δεύτερο μισό του 20ου αιώνος, οπότε και η τεχνολογία εισέβαλε δυναμικά στην αγροτική παραγωγή –τουλάχιστον στις «ανεπτυγμένες» οικονομίες. 


Από πού λοιπόν προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ζωή μας βελτιώθηκε με την υιοθέτηση της γεωργίας; Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι ίσως η πλέον χονδροειδής πλάνη στην οποία έχουμε υποπέσει στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τα αρχαιολογικά και τα εθνογραφικά στοιχεία διαψεύδουν παταγωδώς την εκδοχή που παρουσιάζει τον ανθρώπινο πολιτισμό ως μία αέναη και ανοδική πορεία προς την πρόοδο και την ευημερία. 

Εν αντιθέσει με τις όποιες ρομαντικές ψευδαισθήσεις θέλουμε να τρέφουμε -για να δικαιολογούμε ίσως τις παθογένειες του πολιτισμού μας, ευλογώντας τα γένια μας- η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι η ποιότητα της ζωής μας δεν βελτιώθηκε στο ελάχιστο με την υιοθέτηση της γεωργίας. Τουναντίον, το θλιβερό συμπέρασμα για την μεγάλη πλειονότητα του συνεχώς αυξανομένου πληθυσμού παραμένει ότι, παρ’ όλη την πρόοδο και τον πλούτο, ο Πολιτισμός μας δεν κατάφερε ποτέ να μας χαρίσει την ευημερία, την ευζωία, την αφθονία και την ελευθερία που απολάμβαναν οι πρωτόγονοι πρόγονοί μας.

Στην επόμενη ανάρτηση θα επιχειρήσουμε μία αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και θα αναζητήσουμε τις ρίζες των μεγαλύτερων δυσλειτουργιών του Πολιτισμού μας: τον υπερπληθυσμό, την αστικοποίηση, την πείνα, την φτώχεια,  τις ασθένειες, τον δεσποτισμό, την δουλεία, τον εθνικισμό κι ακόμη την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Δείτε το β΄ μέρος εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου