16.7.14

5 Μαθήματα Ζωής που με Δίδαξε ο Θάνατος

Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να μιλήσεις για τον θάνατο. Ζούμε σε μία κουλτούρα φοβική, που στρουθοκαμηλίζει απέναντι στο αναπόφευκτο και αποθεώνει τη νεότητα, την ομορφιά, την διασκέδαση και το χρήμα σε βαθμό που αγγίζει την υστερία. Όσο, όμως, κι αν προσπαθούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε άτρωτοι και αιώνιοι, όσο κι αν κρύβουμε την ασχήμια και τη δυστυχία κάτω από το χαλί, ο θάνατος είναι πάντοτε εκεί. Και τίποτε δεν μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε την θνητότητά μας πιο έντονα από την απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου.

Όταν έχασα την αδερφή μου πριν από μερικούς μήνες, ένιωσα σαν να έφαγα μία γιγαντιαία σφαλιάρα από το σύμπαν. Την ίδια περίοδο, με μερικές εβδομάδες διαφορά και εξ ίσου ξαφνικά, έφυγαν από την ζωή ο παππούς  μου και η γιαγιά μου, «πλήρεις ημερών», καθώς συνηθίζουν να λένε. Είχαν όλοι τους πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά όσο κι αν η κατάληξή τους ήταν κάτι το αναμενόμενο, τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν θα μπορούσε να με είχε προετοιμάσει για το σοκ της απώλειας, πόσο μάλλον όταν είναι τόσο πολλές και τόσο κοντά η μία με την άλλην.

Ο θάνατος είναι σκληρός, άσχημος και τρομακτικός, ιδίως όταν φεύγει κάποιος τόσο οικείος. Για μήνες ένιωθα σαν να μου έλειπε ένα μέλος του σώματός μου και είχα μουδιάσει από τον πόνο. Στην πορεία, αναγκάστηκα να αναθεωρήσω πολλά. Χρησιμοποιώ το ρήμα με την κυριολεκτική του σημασία: είδα τη ζωή ξανά και την είδα με άλλο μάτι. Όσο ο κουρνιαχτός της θλίψης καταλάγιαζε, τόσο περισσότερο ξεκαθάριζαν μέσα μου οι αξίες μου και άγγιζα την ίδια την ουσία του εαυτού μου.



1. Memento mori

Θυμάμαι τις πρώτες ημέρες μετά την κηδεία, περπατούσα στον δρόμο και παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου σαστισμένη. Τους έβλεπα να γελάνε, να τρώνε, να κουτσομπολεύουν, να διασκεδάζουν, να καπνίζουν, να γκρινιάζουν, να τσακώνονται, να βρίζονται, να οδηγούν μέσα στο μποτιλιάρισμα, να περιμένουν σε ουρές, να πηγαίνουν για ψώνια, να αγωνιούν για τα κιλά τους ή για τους κοιλιακούς τους, να χτίζουν καριέρες, να ανοίγουν σπίτια, να ερωτεύονται, να χωρίζουν, να κάνουν παιδιά. Τους έβλεπα, εν ολίγοις, να ζουν την καθημερινότητά τους και αναρωτιόμουν: «Κανείς από αυτούς δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι θα πεθάνει;»

Στην αρχαία Ρώμη, κατά την διάρκεια των παρελάσεων που ακολουθούσαν έναν πολεμικό θρίαμβο, συνήθιζαν να τοποθετούν πίσω από τον νικηφόρο στρατηγό έναν υπηρέτη, ο οποίος του υπενθύμιζε κάθε τόσο: «Respice post te! Hominem te esse memento! Memento mori!» ή, επί το ελληνικότερον, «Κοίτα πίσω σου! Να θυμάσαι ότι είσαι μόνο ένας άνθρωπος. Να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις». Η υπόμνηση της θνητότητός μας, όσο μακάβριο ή καταθλιπτικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο στα δικά μας μοντέρνα αυτιά, συνηθισμένα καθώς είναι στην ροζ προπαγάνδα της «θετικής σκέψης», μπορεί να χρησιμεύσει ως το πλέον αποτελεσματικό κίνητρο προκειμένου να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τον επίγειο χρόνο μας.

Δεν έχουμε όλοι το θάρρος να αντιμετωπίσουμε την υπαρξιακή μας αγωνία, πολλώ δε μάλλον να αναμετρηθούμε μαζί της. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρκούνται σε εύπεπτες απαντήσεις-φασόν, όπως αυτές που παρέχουν οι θρησκείες, ή επιλέγουν να αγνοήσουν όλα τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και να επικεντρωθούν σε ήσσονος σημασίας προβλήματα και προβληματισμούς. Πολλοί ζουν παράτολμα και ξέγνοιαστα σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνουν, να γεράσουν ή να αρρωστήσουν. Άλλοι κατακλύζονται από φοβίες παντός είδους, παραλύοντας μπροστά στον θάνατο όσο και μπροστά στη ζωή. 

Όπως, όμως επισημαίνει η ψυχοθεραπεύτρια Isabelle Filliozat στο βιβλίο της "Η νοημοσύνη της καρδιάς" (εκδόσεις Ενάλιος, 2001)
«[η] πρόσβαση στη συνείδησή μας τοποθετεί  μέσα στο σύμπαν σε μία θέση εντελώς ασήμαντη, αν και προνομιούχο. Η συνείδηση του τέλους μας, του θανάτου, μπορεί να δώσει στις καθημερινές μας πράξεις πολύ μεγαλύτερη διάσταση. Η υπαρξιακή αγωνία μας καλεί να αναζητήσουμε ένα νόημα. Ανοίγει τους ορίζοντες της πνευματικότητος. Μας προτρέπει να θεμελιώσουμε τη ζωή μας πάνω σε αξίες. Όλοι οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τα ίδια ερωτήματα. Μας ενώνει η ίδια αγωνία».

2. Αν όχι τώρα, πότε;

Οι διδαχές του Ζεν, σχολής του Βουδισμού, κάνουν λόγο για την ψευδαίσθηση του χρόνου. Στην πραγματικότητα, μας λένε, υπάρχει  μόνο το Τώρα, το Αιώνιο Παρόν. Όλα τα υπόλοιπα, είναι μέσα στο μυαλό μας. Την θεωρία αυτή, ότι ο γραμμικός χρόνος δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση του νου και ότι το σύμπαν αποτελείται από μία σειρά από διακριτές «στιγμές», κάπως σαν στιγμιότυπα κινηματογραφικής ταινίας, επιχειρεί να αποδείξει επιστημονικά ο φυσικός Julian Barbour, στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Το τέλος του χρόνου». Ασχέτως της αποδειξιμότητος της θεωρίας αυτής, κάτι που το αφήνω σε μυαλά πιο θετικά από το δικό μου, αν το καλοσκεφτείτε, στην πραγματικότητα αυτό που αποκαλούμε «παρελθόν» δεν είναι παρά τωρινές αναμνήσεις. Ομοίως, αυτό που αποκαλούμε «μέλλον» συνίσταται σε τωρινές προβλέψεις ή προσδοκίες, βασισμένες στις αναμνήσεις μας. Πολύ πριν τους φυσικούς ή τους Βουδιστές, ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος ο Εφέσιος, είχε διατυπώσει την πασίγνωστη ρήση «Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν», υπενθυμίζοντάς μας ότι «δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό», καθώς ανά πάσα στιγμή ο ποταμός αλλάζει, επομένως ποτέ δεν είναι ο ίδιος ποταμός.

Προς τι όλη αυτή η εισαγωγή; Αναρωτηθείτε μόνο πόσοι από εμάς ζουν –ή ορθότερα ψευτοζοούν- σε μία διαρκή κατάσταση αναμονής, περιμένοντας την στιγμή που θα έχουν περισσότερα χρήματα, που θα έρθει ο ιδανικός σύντροφος, που θα έχουν την ιδανική δουλειά, που θα έχουν χάσει Χ αριθμό κιλών, την «ιδανική» στιγμή. Με άλλα λόγια, ζουν περιμένοντας να ζήσουν. Και πάντοτε αυτή η στιγμή μετατίθεται σε ένα αόριστο μελλοντικό χρόνο, ενώ η άμμος στην κλεψύδρα της ζωής συνεχώς λιγοστεύει. Ο ηλίθιος, μας λέει ο Ρωμαίος στωικός Σενέκας, πάντα προετοιμάζεται για να ζήσει. Ο δικός μας Ελύτης το θέτει πιο ποιητικά στο Παράπονο: 
«Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές… Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου».

Κι όμως, ο χρόνος μας δεν είναι απεριόριστος. Πέφτουμε στην παγίδα να πιστεύουμε ότι η ζωή κυλά κι εμείς μένουμε σταθεροί και απαράλλαχτοι, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε επιβάτες σε ένα τρένο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πότε δεν πρόκειται να δούμε το ίδιο τοπίο δύο φορές από το παράθυρο. Η «ιδανική» στιγμή για οτιδήποτε είναι, συνεπώς, εδώ και τώρα.

Δεν προτρέπω τον αναγνώστη μου να ζει παράτολμα και να είναι φτερό στον άνεμο, παντού και πουθενά. Κάθε άλλο: είναι πραγματική τραγωδία να πρέπει κανείς να δει τον θάνατο κατάματα για να εκτιμήσει τη ζωή ή να φύγει από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχει νιώσει την αληθινή οικειότητα που μόνο ο χρόνος επιτρέπει να ανθίσει στις σχέσεις. Αν, όμως, η ζωή σου δεν είναι αυτή που είχες ονειρευτεί, αν δεν βρίσκεις νόημα στην καθημερινότητά σου, αν αισθάνεσαι μόνος σου παρ' ότι περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους, τότε ήρθε ο καιρός να δράσεις. Ανασκουμπώσου, ψάξε μέσα σου να βρεις σημαίνει ευτυχία για σένα και, ύστερα, κατάστρωσε ένα σχέδιο και άρχισε δουλεύεις για να το υλοποιήσεις. Κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς με τα υλικά που διαθέτεις, άλλαξε ό,τι είναι στο χέρι σου και συμφιλιώσου με όσα δεν μπορείς να αλλάξεις. 

Και, αν μου επιτρέπεται, μία ακόμη μικρή συμβουλή: μην αυταπατάσαι ότι θα παραμείνεις για πάντα ακμαίος. Φρόντισε το σώμα σου, καλλιέργησε το μυαλό και την ψυχή σου και κάνε επιλογές με γνώμονα το μακροπρόθεσμο συμφέρον σου, ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιάσεις κάποια πρόσκαιρη τέρψη, να ρισκάρεις ή να ξεβολευτείς, γιατί αυτό που προσώρας δεν φαίνεται παρά σαν ένα αόριστο μελλοντικό σημείο, κάποτε θα είναι το παρόν σου. Ή, όπως το έθεσε πολύ εύστοχα κάποιος πιο σοφός από εμένα, ονόματι Γκάντι: 
"Να μαθαίνεις σαν να πρόκειται να ζεις αιώνια, να ζεις σαν να πρόκειται να πεθάνεις αύριο."

3. Νιώσε –και δείξε!- ευγνωμοσύνη

Οι ψυχολόγοι επιβεβαιώνουν αυτό που αιώνες τώρα μας λένε οι φιλόσοφοι, καθώς και οι δάσκαλοι  όλων των γνωστών θρησκειών: οι άνθρωποι που βρίσκουν ικανοποίηση σε αυτά που έχουν είναι πολύ περισσότερο ευτυχισμένοι από εκείνους που συνεχώς επικεντρώνονται σε όσα τους λείπουν, με αποτέλεσμα να αναλώνονται σε ένα αέναο κυνήγι του τέλειου. Η ευγνωμοσύνη, η αρετή του να αναγνωρίζει κανείς την αξία όσων έχει και τα να εκτιμά βαθειά, μας επιτρέπει να βλέπουμε το δάσος, χωρίς να στεκόμαστε στο δέντρο, και να παραμένουμε ταπεινόφρονες και γενναιόδωροι, παρά την ευτυχία ή την δυστυχία μας, αντίστοιχα.

Εκκινεί από την ευγνωμοσύνη προς την ίδια τη ζωή, συνεχίζει σε όλα αυτά που μπορούμε να απολαμβάνουμε, περισσότερα ή λιγότερα, επειδή ακριβώς είμαστε ζωντανοί, και εκτείνεται ως τους ανθρώπους που επιλέγουμε να έχουμε ως συνοδοιπόρους στο ταξείδι τούτο. Εκτός από συναίσθημα, η ευγνωμοσύνη είναι πάνω απ’ όλα στάση ζωής: μας γειώνει στο παρόν, μας βοηθά να αντέχουμε στις αντιξοότητες και μας ωθεί να είμαστε συμπονετικοί απέναντι στους συνανθρώπους μας, να εξελισσόμαστε διαρκώς και να δράττουμε κάθε αφορμή για να μάθουμε κάτι καινούριο. Μας παροτρύνει, κοντολογίς, να ρουφάμε κάθε στιγμή ως το μεδούλι και να βρίσκουμε έτσι νόημα στην ύπαρξή μας, εμπλουτίζοντάς την με εμπειρίες, αισθήσεις, ανθρώπους και συναισθήματα.

Όταν υιοθετούμε μία τέτοια νοοτροπία, οι σχέσεις μας είναι απείρως πιο πλούσιες και ικανοποιητικές, γιατί δεν στεκόμαστε στα μικροπράγματα ή στις ατέλειες, αντιθέτως αναγνωρίζουμε και την παραμικρή θετική συμβολή του άλλου στην ζωή μας. Κι επειδή ακριβώς δεν θεωρούμε τους αγαπημένους μας δεδομένους, τείνουμε να απολαμβάνουμε περισσότερο την συντροφιά τους, δείχνουμε τη χαρά μας που τους έχουμε κοντά μας, βρίσκουμε ευκαιρίες να τους αφιερώνουμε χρόνο. Η ευγνωμοσύνη, εξ άλλου, είναι απαραίτητο συστατικό της αγάπης. «Όταν είναι κανείς ευτυχισμένος με κάποιον, αισθάνεται ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το άτομο. Όχι για κάποια  συγκεκριμένη χειρονομία ή λόγο, αλλά απλώς επειδή υπάρχει και μας χαρίζει όλη αυτήν την ευτυχία», μας λέει η Filliozat.

4.  Συν-βιβάσου

Η γενιά μας έχει γαλουχηθεί με τη νοοτροπία ότι ο κόσμος μας ανήκει αρκεί να είμαστε αρκετά φιλόδοξοι και να μην συμβιβαστούμε με τίποτε λιγότερο από αυτό που αξίζουμε, δηλαδή τα πάντα. Και αξίζουμε τα πάντα γιατί είμαστε ξεχωριστοί. Και είμαστε ξεχωριστοί απλώς και μόνο επειδή αναπνέουμε. Η συγκεκριμένη κοσμοθεωρία, εκτός του ότι είναι λιγάκι παρανοϊκή (είναι λογικά αδύνατον να είμαστε ΟΛΟΙ ξεχωριστοί, αφού η ίδια η έννοια της διάκρισης προϋποθέτει ένα ευρύτερο, ομοιογενές σύνολο από το οποίο ακριβώς να ξεχωρίσουμε) δημιουργεί συν τοις άλλοις και αρκετά πρακτικά προβλήματα, ιδίως όταν η ζωή μας δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας. Και λυπάμαι που θα σας το χαλάσω, αλλά συνήθως η ζωή μας δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.
Ωστόσο, η ουσία της ευτυχίας δεν είναι παρά ένας απλός μαθηματικός τύπος:

ΕΥΤΥΧΙΑ = ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Μα, θα αντιλέξετε, μας ζητάς να ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΥΜΕ; Ναι, αγαπητοί, αυτό ακριβώς σας ζητώ. Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να το χωνέψετε, γιατί έχουμε λανθασμένα  ταυτίσει τον συμβιβασμό με την παραίτηση, την αποτυχία και την παθητικότητα. Ας δούμε, ωστόσο, την λέξη στα συστατικά της: ΣΥΝ (μαζί) + ΒΙΒΑΖΩ (βαδίζω, πορεύομαι, από το ρήμα βαίνω). Συμβιβάζομαι σημαίνει, λοιπόν, συμφιλιώνομαι, συμβαδίζω, συσχετίζομαι. Ως εκ τούτου, η έννοια του συμβιβασμού είναι στενά συνδεδεμένη με την προσαρμογή, την εναρμόνιση, την συνύπαρξη και την ευελιξία. Ο Χόρχε Μπουκάι συμπυκνώνει πολύ εύστοχα το νόημα του συμβιβασμού σε μία μόνο φράση: 
«Ο συμβιβασμός δεν έχει να κάνει με την παραίτηση, αλλά με την αναγνώριση της αφετηρίας μιας αλλαγής, με την απουσία της ανυπομονησίας να γίνει κάτι διαφορετικά και την ευγνωμοσύνη προς τη ζωή που είναι ικανή να προσπαθεί να δημιουργήσει αυτό που ακολουθεί».

Μην φοβάστε να χάσετε κάτι, προκειμένου να κερδίσετε κάτι άλλο. Τα πάντα σε αυτήν τη ζωή ενέχουν ένα κόστος, είτε χρονικό, είτε χρηματικό είτε ανθρώπινο. Χρειάζεται να δώσετε για να λάβετε, όπως επίσης και να κάνετε χώρο στην ζωή σας για να βολευτεί το καινούριο. Μάθετε να δέχεστε, να αποδέχεστε και, βεβαίως, να συγχωρείτε.

5. Είσαι πιο ανθεκτικός απ’ όσο νομίζεις

«Ναι, ο άνθρωπος όλα τ' αντέχει! Ο άνθρωπος είναι το ον που συνηθίζει στο καθετί. Αυτός είναι νομίζω ο καλύτερος ορισμός του», γράφει ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Παρόμοια τα λέει και η εξελικτική βιολογία: αυτός που επιβιώνει δεν είναι ο πιο δυνατός, ούτε ο ταχύτερος, ούτε ο εξυπνότερος, αλλά ο πιο ανθεκτικός. Συνήθως φέρνουμε στο νου κάτι στέρεο και άθραυστο, όταν μας ζητούν να ορίσουμε την ανθεκτικότητα. Ωστόσο, κυρίαρχο συστατικό της αντοχής δεν είναι η σταθερότητα, αλλά μάλλον η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία στις εξωτερικές συνθήκες. Ανθεκτικός είναι άρα ο οργανισμός που προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, λυγίζει, συστρέφεται ή τεντώνεται, και ύστερα ανακάμπτει πιο δυνατός. 

Η αντοχή μας χτίζεται σταδιακά χάρη  στην έκθεσή μας σε μικρότερες ή  μεγαλύτερες αντιξοότητες, τις οποίες αντιμετωπίζουμε με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία. Η σωματική, η πνευματική και η συναισθηματική αντοχή δεν είναι διακριτές η  μία από την άλλη, αλλά διαπλέκονται και αλληλοενισχύονται. Προπονώντας το σώμα μας να αντέχει στον πόνο, στις κακουχίες και στις στερήσεις, πειθαρχούμε συγχρόνως το νου μας και μαθαίνουμε να ελέγχουμε τις συναισθηματικές μας φορτίσεις. Λειτουργεί και αντιστρόφως: η αυτοπειθαρχία μας οδηγεί στην αυτοκυριαρχία, ψυχήτε και σώματι, και στην βαθειά, εσώτερη αυτοπεποίθηση. 

Εν τέλει, και η ανθεκτικότητα, όπως σχεδόν τα πάντα σε αυτήν τη ζωή είναι ζήτημα οπτικής. Μπορούμε να δούμε τα προβλήματα σαν εμπόδια ή σαν προκλήσεις. Μπορούμε να κατηγορούμε συνεχώς τους άλλους ή να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας. Μπορούμε να κλαιγόμαστε για τα όσα μας πηγαίνουν στραβά ή να ενεργήσουμε δυναμικά και μεθοδικά για να βελτιώσουμε ό,τι μπορεί να αλλάξει. Μπορούμε να μην πάρουμε ποτέ κανένα ρίσκο, ρισκάροντας έτσι να μην κερδίσουμε τίποτε ουσιώδες στην ζωή μας, ή να συνηθίσουμε να εκθέτουμε τους εαυτούς μας σε πολλούς μικρούς κινδύνους που θα μας αποφέρουν αθροιστικώς πολλά μικρά οφέλη. Μπορούμε να ζούμε μέσα σε ένα δύσκαμπτο και δυσκίνητο σώμα που δεν μας αρέσει ή να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι θα στερηθούμε κάποιες απολαύσεις ή θα ιδρώσουμε. Μπορούμε να χάνουμε τον ύπνο μας για τα οικονομικά μας ή να μειώσουμε το κόστος διαβίωσης, να αποταμιεύσουμε ή να βρούμε δεύτερη δουλειά. Μπορούμε να αλλάζουμε τον έναν σύντροφο μετά τον άλλον όταν το πλοίο αρχίζει και κλυδωνίζεται ή μπορούμε να δουλέψουμε για να κρατήσουμε έναν αξιόλογο άνθρωπο δίπλα μας, μαθαίνοντας έτσι "να μετατρέπουμε τις δυσκολίες των σχέσεων μας σε ευκαιρίες για την αφύπνισή μας και [βγάζοντας] στην επιφάνεια τις καλύτερες ανθρώπινες αρετές: τη συναίσθηση, τη συμπόνια, το χιούμορ, τη σοφία και τη γενναία αφοσίωση στην αλήθεια " (John Wellwood, Journey of the Heart: The path of conscious love). 

Κάθε επιλογή συνοδεύεται από ρίσκο, τόσο μεγαλύτερο όσο και το όφελος. Το πώς θα χειριστούμε, όμως, τις συνέπειες των επιλογών μας, όπως επίσης και το πώς θα ανταπεξέλθουμε στο τυχαίο χωρίς να καταρρεύσουμε, εξαρτάται από τον βαθμό που έχουμε καλλιεργήσει την ανθεκτικότητά μας απέναντι στις δυσκολίες. Σταματήστε να αποζητάτε τον εύκολο δρόμο -συνήθως,  είναι και ο λιγότερο συναρπαστικός. Η καθημερινή έκθεση σε μικρές και σταδιακές δόσεις σωματικού στρες κάθε άλλο παρά θα σας βλάψει: κάντε κρύα ντους, παραλείψτε ένα γεύμα πού και πού, αρνηθείτε μία λιχουδιά, σηκώστε βάρη, περπατήστε αντί να πάρετε το αυτοκίνητο, ανεβείτε από τις σκάλες, κόψτε το κάπνισμα, βγάλτε από τη ζωή σας τροφές και συνήθειες που σας κάνουν κακό. Δεν θα σπάσετε αν πιεστείτε λίγο παραπάνω. Μάθετε να κρατάτε το λόγο σας και να πειθαρχείτε στις αξίες και τα πιστεύω σας. Να έχετε πάντοτε ένα εφεδρικό σχέδιο και κάποια χρήματα στην άκρη. Μην πάψετε ποτέ να εξελίσσεστε. Και ποτέ, μα ποτέ, μη χάνετε το χιούμορ σας.  

Ναι, είναι δύσκολο. Ε, και; 


Συμπέρασμα

Ποιο είναι το νόημα της ζωής? Ουκ ολίγοι σοφοί, λογοτέχνες, πνευματικοί ηγέτες και κοινοί θνητοί έχουν αποπειραθεί να απαντήσουν το αιώνιο ερώτημα. Ίσως, όμως, το νόημα της ζωής μπορεί να βρεθεί στον θάνατο. Η βεβαιότητά του τέλους μας, αντί να μας ωθήσει στην κατάθλιψη ή στην αυτοκαταστροφή, μπορεί να χρησιμεύσει ως κίνητρο για να ριχτούμε στην περιπέτεια της ζωής και να εκμεταλλευθούμε το πέρασμα μας από τα εγκόσμια για να νιώσουμε, να βιώσουμε, να σχετιστούμε και να αφήσουμε το στίγμα μας στην μεγάλη οικογένεια του ανθρωπίνου είδους, οσοδήποτε μικρό, αφήνοντας έτσι την γενετική και την πνευματική μας κληρονομιά στις επόμενες γενεές. Κι όταν έρθει εκείνη η στιγμή να "αποχαιρετήσουμε το μάταιο τούτο κόσμο", ίσως δικαιώσουμε τον πολυμαθή Λεονάρντο ντα Βίντσι που διετείνετο ότι ο θάνατος μετά από μια γεμάτη ζωή είναι τόσο μακάριος όσο και ο ύπνος μετά από μία γεμάτη ημέρα. Γιατί το θεμελιώδες ερώτημα δεν είναι το αν ή το πότε θα πεθάνουμε, αλλά το πώς θα ζήσουμε.


2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος11/19/2014 7:38 π.μ.

    Συγκινητικό και άψογο κείμενο. Να είσαι καλά που μου υπενθύμισες κάποια πράγματα για τη ζωή.
    Μαρίνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Μαρίνα. Χαίρομαι που τα λόγια μου σε άγγιξαν :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή